- πειστήριος
- -α, -ο / πειστήριος, -ον, ΝΑνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το πειστήριο κάθε αντικείμενο που συμβάλλει στο να βεβαιωθεί ένα έγκλημα που διαπράχθηκε ή να αποδειχθεί η ενοχή ή η αθωότητα τού κατηγορουμένου, αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο, απόδειξηαρχ.αυτός που έχει την ικανότητα να πείθει, ο πειστικός («λόγους πειστηρίους εὕρισκε», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- τού πείθω + επίθημα -τήριος (με συριστικοποίηση τού -θ-προ τού -τ-), πρβλ. πιεσ-τήριος].
Dictionary of Greek. 2013.